- σκώληκας
- ο / σκώληξ, -ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπιανεοελλ.1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας2. στον πληθ. οι σκώληκεςζωολ. τα σκουλήκια3. φρ. «σκώληκες τής γης»ζωολ. γενική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ολιγόχαιτοι δακτυλιοσκώληκες τής υπόταξης τών γεωβίων και κυρίως οι σκώληκες τού γένους lubricus(νεοελλ-μσν.) ο μεταξοσκώληκαςμσν.έλμινς τών εντέρωνμσν.-αρχ.είδος βασανιστήριου ζώου τής Κόλασης («ἔδε και σκότος ἀφεγγὲς καὶ τάρταρος καὶ σκώληξ», Πρόδρ.)αρχ.1. νήμα που ξετυλίγεται από την ηλακάτη2. (αιολ. τ.) αντί κολόκυμα3. πίτα που είχε σχήμα σκώληκα4. (κατά τον Ησύχ.) «σωρὸς ἡλωνισμένου γεννήματος».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκώληξ εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)kel- «κάμπτω» (βλ. λ. σκέλος) και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος *σκῶλος με σημ. «κυρτότητα» (πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. σκώλοισιδρεπάνοις, διὰ τὴν σκολιότητα, και το ρ. σκωλύπτομαι) με το επίθημα -ηξ, -ηκος, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. μύρμ-ηξ, σφ-ήξ). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται ο τ. σκουλήκι].
Dictionary of Greek. 2013.